Back

Πρωτοχρονιά σε Επανομή και Ν. Μηχανιώνα μιας άλλης εποχής

Διάρκεια ανάγνωσης: 6 λεπτά

Ας θυμηθούν οι παλιότεροι και ας μάθουν οι νεότεροι μερικά από αυτά:

Τα «σούρβα» την Πρωτοχρονιά στην Επανομή του περασμένου αιώνα

Ο γνωστός Επανομίτης λαογράφος και ζωγράφος, Χρήστος Παπαχρήστου* αναφέρει στα κείμενα του πως η παραμονή της Πρωτοχρονιάς ξημέρωνε με τα κάλαντα. Η επιχείρηση «σούρβα» (έτσι τα ονόμαζαν τότε), άρχιζε από τις έξι τα ξημερώματα. Πρωταγωνιστές ήταν κυρίως οι μικροί πιτσιρικάδες. Βέβαια, υπήρχαν και οι κάπως μεγαλύτερης ηλικίας «μερακλήδες» που έπαιρναν το στολισμένο καραβάκι και έκαναν τον εορταστικό σαματά. Έλεγαν μάλιστα τότε ότι όσο πιο νωρίς έβγαινες «στα σούρβα», τόσο περισσότερα ήταν τα κέρδη.

Χρήματα δεν υπήρχαν. Το κενό το γέμιζαν πολλά γλυκά κι εκείνα τα νόστιμα στρόγγυλα κουλουράκια που μοσχομύριζαν τα σπίτια που τα έφτιαχναν. Οι δε πιτσιρικάδες που ετοίμαζαν το δρομολόγια της επομένης για τα σούρβα, γνώριζαν ήδη που θα έτρωγαν το ζαχαρωτό κουλουράκι και εκεί «χτυπούσαν». Η επιχείρηση σταματούσε το μεσημέρι, όταν οι μικροί, κουρασμένοι πλέον, μαζεύονταν στις αλάνες για να καταμετρήσουν τα κέρδη και να παίξουν μεταξύ τους τυχερά παιχνίδια μ’ αυτά.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ, νωρίς πριν τις 12, οι τότε πατριαρχικές οικογένειες ήταν συγκεντρωμένες στα σπίτια τους, όπου έκοβαν τη βασιλόπιτα με την λίρα. Ωστόσο, η έλευση του νέου έτους έβρισκε τους περισσότερους, κυρίως τους νέους, σε υπόγεια, αχούρια ή οπουδήποτε αλλού υπήρχε απομονωμένος χώρος, να παίζουν χαρτιά, έτσι «για το καλό του χρόνου». Το «31», το «κυλίτσι» ή το «τι θες» και το «πάρτα όλα» ήταν τα γνωστότερα παιχνίδια.

Κι έφτανε η πρώτη μέρα του χρόνου. Στο μεσημεριανό τραπέζι έκοβαν και δεύτερη πίτα, συνήθως χορτόπιτα με το σχετικό νόμισμα, ενώ μετά σέρβιραν το «πατσί»*. Η ημέρα έκλεινε με χορούς και γλέντια στις αλάνες, εκδήλωση που επαναλαμβανόταν κάθε Κυριακή.

Το κουτσούκι στην Επανομή

Πάλι στην Επανομή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, έπαιζαν το «κουτσούκι». Τοποθετούσαν δηλαδή πεντάρες ή δεκάρες τη μία πάνω στην άλλη, με την ίδια όψη προς τα πάνω (κορώνα ή γράμματα). Στη συνέχεια με ένα μολυβένιο βαρίδι ο παίχτης χτυπούσε τα κέρματα προσπαθώντας να τα γυρίσει ανάποδα. Ανάλογα με το πόσα τελικά γύριζε -τα οποία έπαιρνε επίσης-, καθοριζόταν και η τύχη του για όλη τη χρονιά.

Η «Μπαζίνα»

Ο Σπύρος Κουζινόπουλος, δημοσιογράφος, καταγράφει μεταξύ άλλων, ότι στις χαρακτηριστικές τροφές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς στην παλιά Μηχανιώνα συγκαταλέγονταν και οι πίτες. Συνταγές φερμένες από μάνα σε κόρη μαζί με τα μπαγάζια των κατατρεγμένων Μικρασιατών και Θρακιωτών προσφύγων. Ο τρόπος παρασκευής τους προσαρμόζονταν στις ανάγκες των διατροφικών πρακτικών, με τη μορφή καθημερινού φαγητού, όπως για παράδειγμα η λαχανόπιτα ή η γλυκιά κολοκυθόπιτα. Υπήρχαν και νηστίσιμες εκδοχές όπως η καλαμποκόπιτα και η «μπαζίνα».

Η μπαζίνα γινόταν ως εξής:

«Σε βραστό νερό, έριχναν λίγο – λίγο αλεύρι από καλαμπόκι, ανακατεύοντας ταυτόχρονα. Κατόπιν πρόσθεταν λίγο λάδι και αλάτι όσο χρειάζονταν και το άφηναν να βράσει λίγο. Όταν αυτό έπηζε αρκετά, το κατέβαζαν από τη φωτιά και το άφηναν να κρυώσει. Πολλές φορές από πάνω έριχναν λίγη ζάχαρη και εφόσον δεν είχαν, τότε έβαζαν πετιμέζι. Η μπαζίνα ήταν έτοιμη να σερβιριστεί, αφού την έκοβαν σε κομμάτια».

Σύμφωνα με την περιγραφή της παλιάς Μηχανιώτισσας, Φιλιώς Μπακογλίδου: «Τη μπαζίνα από το καλαμπόκι δεν την τρώγαμε στα πιάτα, ο καθένας μοναχός του, αλλά μέσα από το ταψί, από τη μοίρα τη δικιά του ο καθένας, όχι από άλλον».

Οι κατ΄ εξοχήν γιορταστικές πίτες ήταν αυτές  των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Όπως θυμούνταν η Ρόδα Χιδερλή: «Τα Χριστούγεννα το γλύκισμα που μας έκανε η μάνα, ήταν μία πίτα φυλλένια. Άνοιγε το φύλλο η μάνα, κι εγώ που ήμουνα μικρή, με είχε δίπλα και έριχνα  τη ζάχαρη με την κανέλα και κανένα μυγδαλάκι δικό μας. Κοπανίζαμε μύγδαλα και έριχνα φύλλο-φύλλο και την κάναμε σε τύπο μπακλαβά».

Ο καβουρμάς, οι τσιγαρίδες και το λαρδί

Σύμφωνα με έναν άλλο παλιό Μηχανιώτη, τον Ευάγγελο Χατζιμπιρμπιλό*, οι κάτοικοι για τις γιορτές των Χριστουγέννων, έπαιρναν από το καλοκαίρι ακόμη ένα γουρουνάκι, το μεγάλωναν, το έσφαζαν τέτοιες μέρες και με το κρέας του περνούσαν όλες τις γιορτές. Μ’ αυτό έκαναν καβουρμά, τσιγαρίδες και βούτυρο και είχαν να τρώνε μέχρι το Πάσχα, ενώ μερικοί έκαναν και παστωμένο λαρδί.

Ψωμί, ζυμαρικά και άλλα γλυκίσματα

Ακόμη, ο κ. Χατζιμπιρμπιλός μιλάει για την παρασκευή ψωμιού, διάφορων ειδών ζυμαρικών, αλλά και γλυκών. Πιο συγκεκριμένα:

Οι γυναίκες ζύμωναν και πήγαιναν τα ψωμιά με την πινακωτή στον πιο κοντινό φούρνο. Αρκετοί, ωστόσο, είχαν δικό τους, όπως οι γεωργοί. Με το σιταρίσιο αλεύρι έκαναν τα απαραίτητα δημητριακά τρόφιμα, όπως το φύλλο και τα σπιτικά μακαρόνια. Έφτιαχναν φύλλα, τα στέγνωναν λίγο και μετά τα έκοβαν με το μαχαίρι ψιλά-ψιλά. Έκαναν με το χέρι κουσκούσι, που ήταν μικρά μπαλάκια. Επίσης, έφτιαχναν και τραχανά. Επειδή μερικές φορές τους περίσσευε το γάλα, το έκαναν ξινόγαλο.

Το πλιγούρι που πάντα είχαν στα σπίτια τους, το έκοβαν με μύλο από μυλόπετρες και το μεταχειρίζονταν αντί για ρύζι. Έβραζαν το γάλα με πλιγούρι και αλεύρι και αφού το στέγνωναν, το έτριβαν και γινόταν ο τραχανάς, ενώ τραχανά έκαναν και με άλλους τρόπους. Με το καλαμποκάλευρο έκαναν μπομπότα, πίτες, γλυκίσματα. Επίσης έκαναν κορδέλες από φύλλο, καθώς και λουκουμάδες που τους έλεγαν “φούσκες”.

Από μούστο έκαναν πετιμέζι. Σε ένα καζάνι έβραζαν μούστο, ώσπου να σμίξει και να γίνει όπως το μέλι. Ένα μέρος από αυτό το έκαναν ρετσέλια. Έβαζαν μέσα στο καζάνι το πετιμέζι, έριχναν μέσα κομμάτια κυδώνι και κόκκινη κολοκύθα, μετά τα περιέχυναν με ασβεστόνερο για να γίνουν τραγανά. Αυτό ήταν και το αγαπημένο γλύκισμα των παιδιών.

Ο χαλβάς από νισεστέ

Τα γλυκά ήταν απαραίτητα τις ημέρες των εορτών. Ένα από αυτά ήταν ο χαλβάς από νισεστέ (το άμυλο καλαμποκιού), που έδινε μια ξεχωριστή γεύση. Και όπως περιέγραφε η Δέσποινα Βαχάρογλου : «Ήταν κόπος για να γίνει. Χαλβά τον λέγανε. Το βάζανε στο ταψί, με μαγκάλι φωτιά από κάτω, αλλά η φωτιά να είναι σιγανή. Βάζαν και στάχτη από πάνω και βάζαν το ταψί και σιγά-σιγά το δουλεύανε το νισεστέ, έφευγε το νερό, έβαζαν και τη ζάχαρη που έπρεπε και ύστερα έπηζε. Η φωτιά το έψηνε σιγά-σιγά και γίνονταν τριφτός».

Τον χαλβά αυτόν, τον πρόσφεραν με λικέρ, ενώ εκτός από τις γιορτές του Δωδεκαήμερου το ετοίμαζαν και σε άλλες μεγάλες γιορτές ή όταν είχαν μουσαφίρηδες.

*πατσί: κεφάλι κυρίως του σφαγμένου γουρουνιού τα Χριστούγεννα

Όσοι επιθυμείτε να διαβάσετε παραπάνω πληροφορίες για τα ήθη και τα έθιμα στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Θερμαϊκού, μπορείτε να ανατρέξετε στις παρακάτω πηγές:

*Χρήστος Ν. Παπαχρήστος, Γέφυρα στο παρελθόν μας, η λαογραφία, η ιστορία, η ζωή της Επανωμής, που τυπώθηκε το 1997 στο τυπογραφείο του Ευγένιου Κύρκου

*Ευάγγελος Χατζιμπιρμπιλός, Η ιστορία της παλιάς και Νέας Μηχανιώνας, ανέκδοτα απομνημονεύματα στο αρχείο Σπ. Κουζινόπουλου

Αλέξανδρου Δάγκα, Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 2010, Επίκεντρο

Παρασκευά Ποτηρόπουλου, Νέα Μηχανιώνα: Από τις χαμένες πατρίδες στην πατρίδα του σήμερα, Θεσσαλονίκη 2003, University Studio Press

Ευάγγελου Μπόγκα, Η παλιά Μηχανιώνα: ιστορικά, γλωσσικά και λαογραφικά στοιχεία, Αθήνα 1964, Σύλλογος Μηχανιωτών «Η Μηχανιώνα»

 

Μπορείς να διαβάσεις:

Θυμάστε τα Κάλαντα Πρωτοχρονιάς τα Τσεσμελίδικα;

Θεοφάνια στην Επανομή: Ο στολισμός του «Θρόνου»

Post a Comment